„επανεκκίνηση“: θηλυκό επανεκκίνηση [epaneˈkjinisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Booten Bootenουδέτερο | Neutrum, sächlich n επανεκκίνηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ επανεκκίνηση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ