booten
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t &intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- επανεκκινώbooten Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTbooten Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT