εμπορικός
[emboriˈkos], εμπορική, εμπορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kommerziell, gewerblichεμπορικόςεμπορικός
- kaufmännischεμπορικόςεμπορικός
- geschäftlich, Geschäfts-εμπορικόςεμπορικός
- Handels-εμπορικόςεμπορικός
Beispiele
- εμπορικός φραγμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHandelsbarriereθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εμπορική συνεργάτηςθηλυκό | Femininum, weiblich fHandelspartnerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εμπορικός συνεργάτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHandelspartnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen