Griechisch-Deutsch Übersetzung für "εμπορικό"

"εμπορικό" Deutsch Übersetzung

εμπορικό
[emboriˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Übersicht aller Übersetzungen

(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)

  • Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    εμπορικό
    Ladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    εμπορικό
    εμπορικό
εμπορικό μητρώο
Handelsregisterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό μητρώο
εμπορικό λιμάνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelshafenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εμπορικό λιμάνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό ισοζύγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelsbilanzθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορικό ισοζύγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καταχώρηση στο εμπορικό μητρώοθηλυκό | Femininum, weiblich f
Eintragungθηλυκό | Femininum, weiblich f
καταχώρηση στο εμπορικό μητρώοθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Shoppingcenterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelszentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό ναυτικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelsmarineθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορικό ναυτικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό σήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Firmenzeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό σήμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό δίκαιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelsrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό δίκαιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό επιμελητήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelskammerθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορικό επιμελητήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό μητρώοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelsregisterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό μητρώοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Industrie- und Handelskammerθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό (κατάστημα)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Ladenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εμπορικό (κατάστημα)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό έτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Geschäftsjahrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορικό έτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Sagen Sie uns Ihre Meinung!

Wie gefällt Ihnen das Online Wörterbuch?

Vielen Dank für Ihre Bewertung!

Sie haben Feedback zu unseren Online Wörterbüchern?

Fehlt eine Übersetzung, ist Ihnen ein Fehler aufgefallen oder wollen Sie uns einfach mal loben? Füllen Sie bitte das Feedback-Formular aus. Die Angabe der E-Mail-Adresse ist optional und dient gemäß unserem Datenschutz nur zur Beantwortung Ihrer Anfrage.

Bitte bestätigen Sie, dass Sie ein Mensch sind, indem Sie ein Häkchen setzen.*

*Pflichtfeld

Bitte füllen Sie die gekennzeichneten Felder aus.

Vielen Dank für Ihr Feedback!

Besuchen Sie uns auf: