„εγείρω“: μεταβατικό ρήμα εγείρω [eˈjiro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) aufwecken, errichten, erheben aufwecken εγείρω ξυπνώ εγείρω ξυπνώ errichten εγείρω μνημείο εγείρω μνημείο erheben εγείρω απαιτήσεις εγείρω απαιτήσεις Beispiele εγείρω αξιώσεις Ansprüche stellen εγείρω αξιώσεις εγείρω κατηγορία εναντίον κάποιον Anklage gegen jemanden erheben εγείρω κατηγορία εναντίον κάποιον