δουλεύω
[ðuˈlevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- arbeitenδουλεύω εργάζομαιδουλεύω εργάζομαι
- funktionierenδουλεύω μηχάνημα, συσκευήδουλεύω μηχάνημα, συσκευή
- laufenδουλεύω είμαι σε λειτουργίαδουλεύω είμαι σε λειτουργία
Beispiele
- δουλεύω εθελοντικάehrenamtlich arbeiten
- δουλεύω προκαταβολικά
- δουλεύω σκληρά
δουλεύω
[ðuˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)