διοικητικός
[ðiikjitiˈkos], διοικητική, διοικητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- διοικητικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplπληθυντικός | Plural plVerwaltungskostenπληθυντικός | Plural pl
- διοικητική κυβερνητική υπάλληλοςθηλυκό | Femininum, weiblich fVerwaltungsbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διοικητική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f οικονομία | WirtschaftοικονFührungsriegeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen