Griechisch-Deutsch Übersetzung für "ομάδα"

"ομάδα" Deutsch Übersetzung

ομάδα
[oˈmaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Übersicht aller Übersetzungen

(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)

  • Gruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ομάδα
    ομάδα
  • Mannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ομάδα αθλητισμός | Sportαθλ
    ομάδα αθλητισμός | Sportαθλ
  • Truppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ομάδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
    ομάδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
Beispiele
  • σε ομάδες
    σε ομάδες
  • ταξιδιωτική ομάδα
    Reisegesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ταξιδιωτική ομάδα
  • ποδοσφαιρική ομάδα
    Fußballmannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ποδοσφαιρική ομάδα
  • Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen
αντιτρομοκρατική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Antiterroreinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντιτρομοκρατική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
προκριματική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Vorrundengruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
προκριματική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
νικητήρια ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Mannschaftssiegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
νικητήρια ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ποδοσφαιρική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Fußballvereinαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ποδοσφαιρική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εθνική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Nationalmannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
εθνική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γυναικεία ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Damenmannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
γυναικεία ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
κοινοβουλευτική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου
Bundestagsfraktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
κοινοβουλευτική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου
περιθωριακή ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Randgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
περιθωριακή ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
πληθυσμιακή ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bevölkerungsgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πληθυσμιακή ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
περιοδεύουσα ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Wandergruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
περιοδεύουσα ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
διοικητική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Führungsriegeθηλυκό | Femininum, weiblich f
διοικητική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εθνική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f ποδοσφαίρου
Nationalelfθηλυκό | Femininum, weiblich f
εθνική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f ποδοσφαίρου
φιλοξενούμενη ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gastmannschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
φιλοξενούμενη ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
επαγγελματική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Berufsgruppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
επαγγελματική ομάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f

Sagen Sie uns Ihre Meinung!

Wie gefällt Ihnen das Online Wörterbuch?

Vielen Dank für Ihre Bewertung!

Sie haben Feedback zu unseren Online Wörterbüchern?

Fehlt eine Übersetzung, ist Ihnen ein Fehler aufgefallen oder wollen Sie uns einfach mal loben? Füllen Sie bitte das Feedback-Formular aus. Die Angabe der E-Mail-Adresse ist optional und dient gemäß unserem Datenschutz nur zur Beantwortung Ihrer Anfrage.

Bitte bestätigen Sie, dass Sie ein Mensch sind, indem Sie ein Häkchen setzen.*

*Pflichtfeld

Bitte füllen Sie die gekennzeichneten Felder aus.

Vielen Dank für Ihr Feedback!

Besuchen Sie uns auf: