γνωρίζω
[ɣnoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kennenγνωρίζω ξέρωγνωρίζω ξέρω
- wissenγνωρίζω έχω μάθειγνωρίζω έχω μάθει
- kennenlernenγνωρίζω άνθρωπογνωρίζω άνθρωπο
- bekannt machen, vorstellenγνωρίζω συστήνωγνωρίζω συστήνω
- γνωρίζω γνωστοποιώ
- erkennen (από an+δοτική | +Dativ +dat)γνωρίζω αναγνωρίζωγνωρίζω αναγνωρίζω