„γεμάτος“ γεμάτος [jeˈmatos], γεμάτη, γεμάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) voll, füllig, rundlich, geladen voll γεμάτος γεμάτος füllig, rundlich γεμάτος παχουλός γεμάτος παχουλός geladen γεμάτος όπλο γεμάτος όπλο Beispiele γεμάτος αγάπη voller Liebe γεμάτος αγάπη γεμάτος δράση handlungsreich γεμάτος δράση γεμάτος ενέργεια energiegeladen γεμάτος ενέργεια γεμάτος επιθετικότηταεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj aggressionsgeladen γεμάτος επιθετικότηταεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj γεμάτος ιδέες ideenreich γεμάτος ιδέες γεμάτος καπνό verraucht γεμάτος καπνό γεμάτος κουκούτσια kernig γεμάτος κουκούτσια γεμάτος λεκέδες fleckig γεμάτος λεκέδες Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen