αυτόματος
[afˈtomatos], αυτόματη, αυτόματοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- automatischαυτόματοςαυτόματος
Beispiele
- αυτόματη απόψυξηθηλυκό | Femininum, weiblich fAbtauautomatikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αυτόματη διόρθωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υAutokorrekturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αυτόματη έκθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f φωτογραφία | FotografieφωτοBelichtungsautomatikθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen