αρνιέμαι
[arˈɲeme]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t, αρνούμαι [arˈnume]αποθετικό ρήμα | Deponens depÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verweigernαρνιέμαι βοήθεια, παραλαβήαρνιέμαι βοήθεια, παραλαβή
- ablehnenαρνιέμαι πρόταση, προσφοράαρνιέμαι πρόταση, προσφορά
- αρνιέμαι κατηγορία, ενοχή
- verleugnenαρνιέμαι απαρνιέμαιαρνιέμαι απαρνιέμαι
- abschlagenαρνιέμαι παράκλησηαρνιέμαι παράκληση