„ακινητοποιώ“: μεταβατικό ρήμα ακινητοποιώ [akjinitopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ruhig stellen ruhig stellen ακινητοποιώ ιατρική | Medizinιατρ ακινητοποιώ ιατρική | Medizinιατρ