„σκαλώνω“: αμετάβατο ρήμα σκαλώνω [skaˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) klettern, stecken bleiben, hängen bleiben, stocken klettern (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) σκαλώνω σκαρφαλώνω σκαλώνω σκαρφαλώνω stecken bleiben, hängen bleiben σκαλώνω μανίκια σκαλώνω μανίκια stocken σκαλώνω σκοντάφτω στην ομιλία σκαλώνω σκοντάφτω στην ομιλία