αρπάζω
[arˈpazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- packenαρπάζω παίρνω με το χέριαρπάζω παίρνω με το χέρι
- reißenαρπάζω αποσπώ βίαιααρπάζω αποσπώ βίαια
- schnappenαρπάζω τον κλέφτη που πάει να φύγειαρπάζω τον κλέφτη που πάει να φύγει
- auffangenαρπάζω μπάλααρπάζω μπάλα
- raubenαρπάζω απάγωαρπάζω απάγω
- ergreifenαρπάζω ευκαιρίααρπάζω ευκαιρία
- fangenαρπάζω φωτιάαρπάζω φωτιά
- zuziehenαρπάζω αρρώστιααρπάζω αρρώστια