„surfen“: intransitives Verb surfenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) κάνω σέρφινγκ, σερφάρω κάνω σέρφινγκ surfen Sport | αθλητισμόςSPORT surfen Sport | αθλητισμόςSPORT σερφάρω surfen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT surfen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
„Surfen“: Neutrum, sächlich SurfenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) σέρφινγκ, σερφάρισμα σέρφινγκNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Surfen Sport | αθλητισμόςSPORT Surfen Sport | αθλητισμόςSPORT σερφάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Surfen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Surfen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT