„mailen“: transitives Verb mailentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) στέλνω ήλεκτρονικό γράμμα σε, στέλνω ιμέιλ σε στέλνω ήλεκτρονικό γράμμα σε, στέλνω ιμέιλ σε mailen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT mailen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT