στέλνω
[ˈstelno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έστειλα; -άλθηκα; -αλμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- στέλνω
- abschicken, absendenστέλνω πακέτο, επιστολήστέλνω πακέτο, επιστολή
- verschicken, versendenστέλνω προσκλήσεις, εμπορεύματαστέλνω προσκλήσεις, εμπορεύματα
- einschicken, einsendenστέλνω σε αρχή, υπηρεσίαστέλνω σε αρχή, υπηρεσία