„adeln“: transitives Verb adelntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) απονέμω τίτλο ευγενείας σε απονέμω τίτλο ευγενείας σε adeln adeln