όπλο
[ˈoplo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Waffeθηλυκό | Femininum, weiblich fόπλο μέσο επίθεσηςόπλο μέσο επίθεσης
- Gewehrουδέτερο | Neutrum, sächlich nόπλο τουφέκιόπλο τουφέκι
Beispiele
- όπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μαζικής καταστροφήςMassenvernichtungswaffenπληθυντικός | Plural pl
- όπλο σκοπευτήScharfschützengewehrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- όπλο δέσμηςStrahlenwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen