„ψιλοκόβω“: μεταβατικό ρήμα ψιλοκόβω [psiloˈkovo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -πηκα; -μμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) fein hacken, klein schneiden, fein mahlen fein hacken, klein schneiden ψιλοκόβω κρεμμύδια ψιλοκόβω κρεμμύδια fein mahlen ψιλοκόβω καφέ ψιλοκόβω καφέ