ψηλαφίζω
[psilaˈfizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα> ψηλαφώ [psilaˈfo] <-είς; -άς; -ήσα>μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ψηλαφίζω αγγίζω ελαφρά
- abtastenψηλαφίζω εξετάζω γιατρόςψηλαφίζω εξετάζω γιατρός
- streichelnψηλαφίζω χαϊδεύωψηλαφίζω χαϊδεύω