χρονογράφος
[xronoˈɣrafos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Chronistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχρονογράφος χρονικογράφοςχρονογράφος χρονικογράφος
- Feuilletonistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχρονογράφος δημοσιογράφοςχρονογράφος δημοσιογράφος