„χρησιμεύω“: αμετάβατο ρήμα χρησιμεύω [xrisiˈmevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) dienen, nützen, nützlich sein, taugen dienen (σε zu ως als) χρησιμεύω βοηθώ χρησιμεύω βοηθώ nützen, nützlich sein, taugen (σε für, zu) χρησιμεύω είμαι χρήσιμος χρησιμεύω είμαι χρήσιμος