„χρειώδη“: πληθυντικός ουδετέρου χρειώδη [xriˈoði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Utensilien Utensilienπληθυντικός | Plural pl χρειώδη χρειώδη