„χορεύω“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα χορεύω [xoˈrevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) tanzen tanzen χορεύω χορεύω Beispiele χορεύω με κλακέτες steppen χορεύω με κλακέτες