χορδή
[xorˈði]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Saiteθηλυκό | Femininum, weiblich fχορδή μουσ μουσικού οργάνουχορδή μουσ μουσικού οργάνου
- Sehneθηλυκό | Femininum, weiblich fχορδή ανατομία | Anatomieανατ τόξουχορδή ανατομία | Anatomieανατ τόξου
Beispiele
- χορδή τόξουBogensehneθηλυκό | Femininum, weiblich f