„χοληστερίνη“: θηλυκό χοληστερίνη [xolisteˈrini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Cholesterin Cholesterinουδέτερο | Neutrum, sächlich n χοληστερίνη χοληστερίνη Beispiele χωρίς χοληστερίνη cholesterinfrei χωρίς χοληστερίνη