„χιονοδρομία“: θηλυκό χιονοδρομία [çonoðroˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Skilauf, Skiwettkampf Skilaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m χιονοδρομία αθλητισμός | Sportαθλ Skiwettkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m χιονοδρομία αθλητισμός | Sportαθλ χιονοδρομία αθλητισμός | Sportαθλ