„χειρότερος“ χειρότερος [çiˈroteros], χειρότερη, χειρότερο <συγκριτικός | Komparativkomp>επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schlechter, schlimmer schlechter(e, es) χειρότερος λιγότερο καλός χειρότερος λιγότερο καλός schlimmer(e, es) χειρότερος πιο κακός χειρότερος πιο κακός Beispiele τόσο το χειρότερο umso schlimmer τόσο το χειρότερο στη χειρότερη περίπτωση schlimmstenfalls στη χειρότερη περίπτωση