„χαρούμενος“ χαρούμενος [xaˈrumenos], χαρούμενη, χαρούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) froh, fröhlich, erfreut, lustig froh, fröhlich, erfreut χαρούμενος χαρούμενος lustig χαρούμενος χαρωπός χαρούμενος χαρωπός Beispiele χαρούμενο τέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Happy Endουδέτερο | Neutrum, sächlich n χαρούμενο τέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n