„χαρμόσυνος“ χαρμόσυνος [xarˈmosinos], χαρμόσυνη, χαρμόσυνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) freudig freudig χαρμόσυνος χαρμόσυνος