„χαμόκλαδα“: πληθυντικός ουδετέρου χαμόκλαδα [xaˈmoklaða]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Unterholz Unterholzουδέτερο | Neutrum, sächlich n χαμόκλαδα χαμόκλαδα