χαλώ
[xaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ασα; -άστηκα; -ασμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zerstörenχαλώ καταστρέφωχαλώ καταστρέφω
- beschädigenχαλώ προκαλώ βλάβηχαλώ προκαλώ βλάβη
- χαλώ οικείο | umgangssprachlichοικ
- ausgeben, verschleudernχαλώ ξοδεύω χρήματαχαλώ ξοδεύω χρήματα
- vergeudenχαλώ νιάτα, ζωήχαλώ νιάτα, ζωή
- abnutzenχαλώ ρούχαχαλώ ρούχα
- verderbenχαλώ σχέδιο, προσπάθειαχαλώ σχέδιο, προσπάθεια
- χαλώ κέφι, διάθεση, χαρά
- wechselnχαλώ κάνω ψιλάχαλώ κάνω ψιλά
- verwöhnenχαλώ κακομαθαίνωχαλώ κακομαθαίνω
χαλώ
[xaˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ασα; -άστηκα; -ασμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kaputtgehenχαλώ καταστρέφομαιχαλώ καταστρέφομαι
- verderbenχαλώ τροφήχαλώ τροφή
- sich verschlechternχαλώ καιρόςχαλώ καιρός
Beispiele
- τα χαλώsich verkrachen (με mit)