„χαλάσματα“: πληθυντικός ουδετέρου χαλάσματα [xaˈlazmata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Trümmer Trümmerπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl χαλάσματα χαλάσματα