„χαζογελώ“: αμετάβατο ρήμα χαζογελώ [xazojeˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ασα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kichern, dumm lachen, grinsen kichern, dumm lachen χαζογελώ χαζογελώ grinsen χαζογελώ κάνω γκριμάτσες χαζογελώ κάνω γκριμάτσες