φυσιολογικός
[fisiolojiˈkos], φυσιολογική, φυσιολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- physiologischφυσιολογικός σύμφωνος με τη φυσιολογίαφυσιολογικός σύμφωνος με τη φυσιολογία
- normalφυσιολογικός σύμφωνος με τη φύσηφυσιολογικός σύμφωνος με τη φύση