φυλετικός
[filetiˈkos], φυλετική, φυλετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Rassen-φυλετικόςφυλετικός
- Geschlechts-φυλετικός βιολογία | Biologieβιολφυλετικός βιολογία | Biologieβιολ
Beispiele
- φυλετικά προκαθορισμένος
- φυλετικές διακρίσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplRassendiskriminierungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φυλετικές ταραχέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplRassenunruhenπληθυντικός | Plural pl
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen