φτιαγμένος
[ftjaɣˈmenos], φτειαγμένη, φτειαγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- angefertigt, hergestelltφτιαγμένος κατασκευασμένοςφτιαγμένος κατασκευασμένος
- gepflegt, zurechtgemachtφτιαγμένος περιποιημένοςφτιαγμένος περιποιημένος
- beschwipst, angeheitertφτιαγμένος μεθυσμένοςφτιαγμένος μεθυσμένος