„φρικάρω“: αμετάβατο ρήμα φρικάρω [friˈkaro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ausflippen ausflippen φρικάρω φρικάρω