„φρενοκομείο“: ουδέτερο φρενοκομείο [frenokoˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Irrenanstalt Irrenanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich f φρενοκομείο φρενοκομείο