„φουγάρο“: ουδέτερο φουγάρο [fuˈɣaro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Schornstein Schornsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m φουγάρο κ. πλοίου, εργοστασίου φουγάρο κ. πλοίου, εργοστασίου Beispiele καπνίζω σα φουγάρο rauchen wie ein Schlot καπνίζω σα φουγάρο