φορτηγό
[fortiˈɣo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
  -   Last(kraft)wagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m (Lkw)φορτηγό όχημαφορτηγό όχημα
-   Frachterαρσενικό | Maskulinum, männlich mφορτηγό εμπορικό πλοίοφορτηγό εμπορικό πλοίο
Beispiele
 -     φορτηγό με ρυμούλκα
-    φορτηγό μεγάλων αποστάσεωνFernlasterαρσενικό | Maskulinum, männlich mφορτηγό μεγάλων αποστάσεων
-    φορτηγό ταχυρομείουPostautoουδέτερο | Neutrum, sächlich nφορτηγό ταχυρομείου
