„φλυαρώ“: αμετάβατο ρήμα φλυαρώ [fliaˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schwatzen, plaudern, faseln, quasseln schwatzen, plaudern φλυαρώ κουβεντιάζω φλυαρώ κουβεντιάζω faseln, quasseln φλυαρώ λέω φλυαρίες φλυαρώ λέω φλυαρίες