φλοιός
[fliˈos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Rindeθηλυκό | Femininum, weiblich fφλοιός δέντρουφλοιός δέντρου
- Krusteθηλυκό | Femininum, weiblich fφλοιός γηςφλοιός γης
- Schaleθηλυκό | Femininum, weiblich fφλοιός φρούτουφλοιός φρούτου
- Hülseθηλυκό | Femininum, weiblich fφλοιός δημητριακούφλοιός δημητριακού
Beispiele
- φλοιός δέντρουBaumrindeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φλοιός του εγκεφάλου ανατομία | AnatomieανατGehirnrindeθηλυκό | Femininum, weiblich fHirnrindeθηλυκό | Femininum, weiblich f