„φιλτράρω“: μεταβατικό ρήμα φιλτράρω [filˈtraro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ίστηκα; -ισμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) filtern, filtrieren filtern, filtrieren φιλτράρω φιλτράρω