φιλανθρωπικός
[filanθropiˈkos], φιλανθρωπική, φιλανθρωπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- menschenfreundlichφιλανθρωπικόςφιλανθρωπικός
- wohltätig, Wohltätigkeits-φιλανθρωπικός ευεργετικόςφιλανθρωπικός ευεργετικός
Beispiele
- φιλανθρωπική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich fWohltätigkeitsbazarαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φιλανθρωπική παράστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fBenefizvorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φιλανθρωπική συναυλίαθηλυκό | Femininum, weiblich fBenefizkonzertουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen