„φεύγω“: αμετάβατο ρήμα φεύγω [ˈfevɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <έφυγα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) gehen, weggehen, fortgehen, fahren, abfahren, reisen abreisen, abfahren, abweichen, abgehen gehen, weggehen φεύγω με τα πόδια φεύγω με τα πόδια fortgehen φεύγω απομακρύνομαι φεύγω απομακρύνομαι fahren, abfahren (για nach από von) φεύγω με όχημα φεύγω με όχημα reisen, abreisen φεύγω για ταξίδι φεύγω για ταξίδι abfahren φεύγω αναχωρώ για τρένο, λεωφορείο φεύγω αναχωρώ για τρένο, λεωφορείο abweichen φεύγω από το θέμα φεύγω από το θέμα abgehen φεύγω χρώμα φεύγω χρώμα Beispiele φεύγω από τη μόδα aus der Mode kommen φεύγω από τη μόδα