„φανερώνω“: μεταβατικό ρήμα φανερώνω [faneˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zeigen, offenbaren, verraten, lüften, zeigen, zeugen enthüllen zeigen φανερώνω παρουσιάζω φανερώνω παρουσιάζω offenbaren (σε κάποιον jemandem) φανερώνω αποκαλύπτω enthüllen φανερώνω αποκαλύπτω φανερώνω αποκαλύπτω verraten φανερώνω προδίδω φανερώνω προδίδω lüften φανερώνω μυστικό φανερώνω μυστικό zeigen, zeugen φανερώνω σημαίνω, δηλώνω φανερώνω σημαίνω, δηλώνω