„φανατικός“: επίθετο, ως επίθετο φανατικός [fanatiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φανατική, φανατικό Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) fanatisch fanatisch φανατικός φανατικός „φανατικός“: αρσενικό και θηλυκό φανατικός [fanatiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Fanatiker Fanatikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f φανατικός φανατικός